-
1 πρόληψη
[пролипси] ουσ. Θ. предупреждение, предотвращение, предубеждение, суеверие,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρόληψη
-
2 газобезопасность
1. (от утечки газа) η ασφάλεια/πρόληψη από αναθυμιάσεις αερίων 2. (от взрыва) η ασφάλεια/πρόληψη από έκρηξη αερίων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газобезопасность
-
3 предрассудок
-
4 суеверие
-
5 предупреждение
-я ουδ.1. προειδοποίηση, προαγγελία•он получил предупреждение αυτός πήρε προειδοποίηση•
строгий выговор с -ем αυστηρή τιμωρία με προειδοποίηση•
без всяких -ий χωρίς καμιά προειδοποίηση (απροσδόκητα, ξαφνικά).
2. πρόληψη, αποτροπή, αποσόβηση•болезни πρόληψη ασθένειας.
-
6 антисептика
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > антисептика
-
7 антиципация
η πρόληψη, η πρόβλεψη, η προβλεπτικότητα, η προνοητικότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > антиципация
-
8 предотвращать
αποτρέπω, προλαβαίνω, προλαμβάνω, αποσοβώ, εξουδετερώνω, απομακρύνω- ение η αποτροπή, η πρόληψηη αποσόβηση, εξουδετέρωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предотвращать
-
9 предупреждение
1. (сигнал, оповещение) η προειδοποίηση, το προειδοποιητικό σήμα 2. (предотвращение) η πρόληψη, η αποτροπή- столкновений - των συγκρούσεων, τα μέτρα αποφυγής των συγκρούσεωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предупреждение
-
10 предрассудок
предрассу́д||окм ἡ πρόληψη [-ις], ἡ προκατάληψη [-ις]:без \предрассудокков χωρίς προλήψεις. -
11 суеверие
суевер||иес ἡ πρόληψη, ἡ δεισιδαιμονία. -
12 суеверие
[σουιβιέριιε] ουσ. ο. πρόληψη -
13 prevision
French\ \ prévisionGerman\ \ VorhersageDutch\ \ previsionItalian\ \ previsioneSpanish\ \ previsiónCatalan\ \ previsióPortuguese\ \ previsãoRomanian\ \ previziuneDanish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ πρόληψηFinnish\ \ odotusarvoHungarian\ \ -Turkish\ \ öngörüşEstonian\ \ -Lithuanian\ \ numatymasSlovenian\ \ -Polish\ \ przewidywanieRussian\ \ предвидениеUkrainian\ \ передбаченняSerbian\ \ -Icelandic\ \ -Euskara\ \ aurrikuspenFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ پيشانديشيArabic\ \ معرفة سبقية او مسبقةAfrikaans\ \ verwagtingChinese\ \ 数 学 期 望Korean\ \ 예지, 선견 -
14 суеверие
[σουιβιέριιε] ουσ ο πρόληψη -
15 антиципация
-и θ.(γραπ. λόγος) προκατάληψη, πρόληψη• προμάντευση. -
16 закоренелый
επ.ριζωμένος, θεμελιωμένος, παλαιός•закоренелый предрассудок ριζωμένη πρόληψη•
-ая болезнь παλιά αρρώστεια.
|| αδιόρθωτος, ασωφρόνιστος, ασυμμόρφωτος. -
17 отведение
-я ουδ.1. απομάκρυνση• αποξένωση.2. αλλαγή κατεύθυνσης, στροφή• απώθηση, απόκρουση• παραμέρηση. || πρόληψη, αποτροπή.3. απόρριψη (μη έγκριση).4. παραχώρηση. -
18 отвод
-а α.1. απαγωγή, απομάκρυνση, απόσυρση. || μεταφορά, οδήγηση σε...2. στροφή, αλλαγή κατεύθυνσης. || παροχέτευση, διοχέτευση. || απώθηση, απόκρουση• πάρσιμο. || αποτροπή, πρόληψη, αποσόβηση.3. απόρριψη, αποποίηση• μη έγκριση.4. παραχώρηση, χορήγηση.5. πολλαπλασιασμός με καταβολάδες.6. εξαίρεση•заявить отвод против свидетелей υποβάλλω αίτηση εξαίρεσης κατά των μαρτύρων.
7. (για σωλήνες, καλώδια κλπ.) διακλάδωση.8. το έλασμα ολίσθησης του έλκηθρου.9. περίζωμα, κορνίζα, γύρος• παρυφή, κράσπεδο.10. παλ. κλήρος γης.εκφρ.для -а глаз – για τα μάτια, για το θεαθήναι•полоса -а – ζώνη εδάφους για οδοποιία. -
19 отвращение
-я ουδ.1. αποστροφή.2. αποτροπή, εμπόδιση• πρόληψη, αποσόβηση•для -я опасности για αποτροπή του κινδύνου.
3. ξεσυνήθιση.4. απέχθεια, αηδία, σιχαμός•питать отвращение απεχθάνομαι, συχαίνομαι.
-
20 поверье
-ья, γεν. πλθ. -рий, -рьям ουδ. δεισιδαιμονία πρόληψη.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρόληψη — Mε αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται κάθε πράξη ή πίστη με μαγικό ή θρησκευτικό χαρακτήρα, που βρίσκεται έξω ή σε αντίθεση με την επίσημη θρησκεία μιας κοινωνικής ομάδας. Η έννοια της π. είναι σχετική –εφόσον έχει ως όρο αναφοράς την κάθε φορά επίσημη … Dictionary of Greek
πρόληψη — η 1. η πράξη του προλαβαίνω, παρεμπόδιση, αποσόβηση, αποτροπή: Η αστυνομία απαγόρεψε τη διαδήλωση για πρόληψη ταραχών. 2. αστήριχτη και παράλογη γνώμη για την προέλευση του καλού ή του κακού, δεισιδαιμονία: Οι προλήψεις του ελληνικού λαού. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρικόλακας ή βρυκόλακας — Πρόσωπο της λαογραφίας. Πρόληψη διαδεδομένη σε πολλούς λαούς, σύμφωνα με την οποία ορισμένα άτομα που έχουν πεθάνει, διατηρούν το πτώμα τους ανέπαφο ρουφώντας το αίμα ζωντανών υπάρξεων. Από την άποψη της θρησκειολογίας, η πρόληψη αυτή… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… … Dictionary of Greek
εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… … Dictionary of Greek
ηπατίτιδα — Φλεγμονή του ήπατος. Μπορεί να οφείλεται σε ιούς, σε φάρμακα (συμπεριλαμβανομένου και του αλκοόλ) και σε δηλητήρια. Διακρίνονται διάφοροι τύποι η. ανάλογα με τον αιτιολογικό παράγοντα: η.Α (παλαιότερα γνωστή ως λοιμώδης). Προκαλείται από τον ιό… … Dictionary of Greek
παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… … Dictionary of Greek
υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… … Dictionary of Greek
δακτυλίδι ή δαχτυλίδι — Κρίκος από μέταλλο, συνήθως πολύτιμο, που φοριέται στο δάχτυλο είτε ως κόσμημα είτε ως σύμβολο πίστης είτε ακόμα ως σύμβολο εξουσίας. Η καταγωγή του είναι πάρα πολύ παλαιά και ανάγεται στην εποχή του χαλκού. Το δ. ήταν στην αρχή πολύ απλό, αλλά… … Dictionary of Greek
επαγγελματικές νόσοι — Νόσοι που προκαλούνται από τις συνθήκες του εργασιακού περιβάλλοντος. Διακρίνονται από εκείνες τις παθολογικές καταστάσεις στις οποίες το είδος της εργασίας δρα μόνο ως τυχαίο αίτιο, όπως, για παράδειγμα, τα ατυχήματα. Σε αντίθεση με τα ατυχήματα … Dictionary of Greek